ὀξύγενυς

ὀξύγενυς
ὀξῠ-γενυς, υος, ,
A point of the chin, Id.2.97.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οξύγενυς — ὀξύγενυς, ένυος, ὁ (Α) η οξεία, μυτερή άκρη τού πώγωνος, γένι σε σχήμα σφήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γένυς, υος (πρβλ. χαλκό γενυς)] …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • οξυγένειος — ὀξυγένειος, ον (Α) [οξύγενυς] αυτός που έχει μυτερό σαγόνι ή μυτερό γένι, μούσι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”